- λαμπαδοφόρος
- λαμπᾰδοφόρος, ὁ,A torch-bearer,
τοῦ βασιλέως BGU1233.6
(ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ βασιλέως BGU1233.6
(ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπαδοφόρος — ο (Α λαμπαδοφόρος) [λαμπάς] αυτός που κρατά λαμπάδα … Dictionary of Greek
λαμπαδοφόρον — λαμπαδοφόρος torch bearer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek